διαψεύδω: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαψεύδω:''' μέλ. <i>-ψεύσομαι</i>, [[εξαπατώ]] [[ολότελα]], σε Δημ. — Παθ., <i>διαψεύδομαι</i>, παρακ. <i>-έψευσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εψεύσθην</i>· είμαι εξαπατημένος, μπερδεμένος, παραπλανημένος, στον ίδ.· <i>δ. τινος</i>, απατώμαι από ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ξεν., Δημ.· [[περί]] τι ή <i>τινι</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''διαψεύδω:''' μέλ. <i>-ψεύσομαι</i>, [[εξαπατώ]] [[ολότελα]], σε Δημ. — Παθ., <i>διαψεύδομαι</i>, παρακ. <i>-έψευσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εψεύσθην</i>· είμαι εξαπατημένος, μπερδεμένος, παραπλανημένος, στον ίδ.· <i>δ. τινος</i>, απατώμαι από ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ξεν., Δημ.· [[περί]] τι ή <i>τινι</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαψεύδω:''' преимущ. med. обманывать (τινα Dem., med. Arst., Plut.; med. τὴν πατρίδα τῶν ἐλπίδων Polyb.): [[Ἡρόδοτος]] διέψευοται γράψας τοὺς Αἰθίοπας … Arst. Геродот неправильно написал, будто эфиопы …; pass. быть обманываемым (τινος Polyb.), преимущ. обманываться, заблуждаться, ошибаться (τινος Xen., Dem., περί τινος Plat., τινι, τι и περί τι Arst.): διαψευσθῆναι τοῖς λογισμοῖς Polyb. или τῶν λογισμῶν Plut. ошибиться в расчетах.
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψεύδω Medium diacritics: διαψεύδω Low diacritics: διαψεύδω Capitals: ΔΙΑΨΕΥΔΩ
Transliteration A: diapseúdō Transliteration B: diapseudō Transliteration C: diapseydo Beta Code: diayeu/dw

English (LSJ)

   A deceive, D.Ep.3.34:—Med., abs., And.1.42: c. acc., Plu.Fab.7.    2 Med., deny, disclaim, A.D.Synt.115.24, Pron.81.17.    II cheat, [πατρίδα ἐλπίδων] Plb.3.109.12:—usu. Pass.: pf. διέψευσμαι: aor. διεψεύσθην:—to be deceived, mistaken, Isoc.5.1, D.1.22; τινός to be cheated of, deceived in a person or thing, X.Mem.4.2.27, D.23.19; τῆς ψυχῆς τινῶν πέρι Pl.Ep.351d; περί τι Arist.EN 1144a35; τι in a thing, Id.Pol.1323a33; ὑπολήψει καὶ δόξῃ Id.EN 1139b17; λογισμοῖς Plb.3.16.5: abs., μηδὲν διεψεῦσθαι BGU21i13 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 614] verstärktes simpl.; Dem. ep. 3; gew. pass., getäuscht werden, sich irren; Plat. Ep. VII, 351 d; Dem. 1, 21; Arist. Eth. 6, 6 u. sonst; λογισμοῖς Pol. 3, 16, 5; τινός, z. B. τῆς τῶν λόγων δυνάμεως, in Ansehung der Wirkung der Rede, Isocr. 5, 21. 1; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 27; Dem. 23, 19; τῆς ἀληθείας Pol. 3, 21, 5; τῶν ἐλπίδων 20, 12, u. öfter; τῶν λογισμῶν, in seiner Berechnung, Plut. Lyc. 29. – Bei Pol. 3, 109, 12 ὧν (ἐλπίδων) τὴν πατρίδα μὴ διαψευσθῆτε, mit akt. Bdtg; das pr. med. = lügen, Andoc. 1, 42.

Greek (Liddell-Scott)

διαψεύδω: ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Δημ. 1482. 26· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνδοκ. 6. 38· καὶ ἐν τῷ παθ. ἀορ., Πολύβ. 3. 109, 12· ἀλλά, ΙΙ. συχνότερον διαψεύδομαι, παθ.· πρκμ. διέψευσμαι· ἀόρ. διεψεύσθην· -εἶμαι ἠπατημένος, Ἰσοκρ. 82A, Δημ. 15. 13· τινος, ἀπατῶμαι ὡς πρός τι πρόσωπονπρᾶγμα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 27, Δημ. 626. 24· περί τινος Ἐπ. Πλάτ. 351D· περί τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 12, 10· τι, εἴς τι, ἔν τινι, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 1, 4· τινι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

tromper ; Pass. se tromper : τινος s’abuser sur qch ; δ. περί τινος se tromper en qch ; τῶν λογισμῶν PLUT se tromper dans ses calculs;
Moy. (ao. Pass. διεψεύσθην, au sens Moy.) tromper par un mensonge : τινα qqn ; abs. mentir.
Étymologie: διά, ψεύδω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 engañar c. ac. de pers. αὐτοὺς ὁ λογισμός D.Ep.3.34
tb. en v. med. διαψεύσασθαι δὲ τὸν Ἀννίβαν ... οὐχ ὑπομένων Plu.Fab.7
de abstr. falsificar, falsear en v. pas. ἵνα διαψευσθῇ ἡ ἀκριβὴς αἴσθησις τῆς γεύσεως para que la verdadera sensación del sabor sea falseada ref. un vino malo cuyo sabor se disimula echándole queso Gp.7.7.6.
2 defraudar, decepcionar μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου LXX 4Re.4.16, en v. pas. οἱ διαψευσθέντες ἐφ' οἷς ἤλπισαν Prou.Bodl.129, παρ' αὐτῶν διαψευσαμένου Hippol.Haer.6.21.3.
3 frustrar, truncar c. ac. y gen. (ἐλπίδας) ὧν ὑμεῖς αὐτὴν μὴ διαψεύσητε νῦν (esperanzas) que no le frustréis ahora Plb.3.109.12, en v. pas. διαψεύδεται μὲν αὐτοῖς ἡ ἐλπὶς αὕτη la propia esperanza se les frustra I.AI 9.40, διαψευσθῆναι δὲ τῶν ἐλπίδων Str.2.3.4, cf. Vett.Val.237.26
en v. med. mismo sent. τὴν ἀκολουθίαν διαψεύδονται αἱ ἀντωνυμίαι A.D.Pron.81.17, cf. Synt.115.24.
II intr. en v. med.-pas.
1 faltar a la palabra διαψεύδεσθαι καὶ οὐ διδόναι (τὸ ἀργύριον) And.Myst.42, c. πρός y ac. συνεχῶς ... πρός με διαψεύδεσθαι Hld.8.7.5, c. ac. de rel., en juramentos μηδὲν διεψεῦσθαι BGU 21.1.13 (IV d.C.), cf. PAmst.28.5 (I a.C.), PFlor.308.11 (III d.C.).
2 engañarse, equivocarse respecto a c. gen. τῆς ἀρρωστίας Isoc.5.1, τοῦ Χαριδήμου D.23.19, τῆς ἑαυτῶν δυνάμεως X.Mem.4.2.27, τῆς συμμαχίας Plb.29.25.7, cf. 11.17.4, τῆς ἀληθείας D.S.12.36, τῶν λογισμῶν Plu.Lyc.29, c. περί y gen. o ac. τῆς ψυχῆς τῶν τοιούτων πέρι Pl.Ep.351d, περὶ τὰ πλησίον ὄντα διαψεύδεσθαι τὴν ὄψιν Arist.Pr.872a24, cf. EN 1144a35, Them.Or.21.257d, c. dat. ὑπολήψει γὰρ καὶ δόξῃ Arist.EN 1139b17, διεψεύσθησαν δὲ τοῖς λογισμοῖς se equivocaron en los cálculos Plb.3.16.5, c. ἐν y dat. διεψεῦσθαι ἐν ἅπασιν οἷς θεωρεῖ Plot.5.5.1, c. part. pred. Ἡρόδοτος διέψευσται γράψας ... Heródoto se ha equivocado al escribir ... Arist.HA 523a17, sin rég. οὐχ ... ὁ θεὸς διαψευσθῆναι δύναται Ph.2.125, cf. Phld.Stoic.Hist.38.6, ἄλλου ἄλλως διαψευσαμένου Hippol.Haer.4.7.4, cf. D.1.21, Arist.Pol.1323a33, Plb.16.20.8, Str.6.2.10, AP 7.114 (D.L.), Plu.2.1056f
falsear c. gen. τῶν τοῦ κυρίου φωνῶν Clem.Al.Strom.3.4.27
part. subst. τὸ διεψευσμένον la falsedad Epicur.Sent.[5] 24, M.Ant.6.57.
3 frustrarse, truncarse la maduración de frutos Gp.1.12.15.

Greek Monolingual

(ΑΝ)
αποδεικνύω κάτι ως ψευδές ή κάποιον ως ψεύτη
νεοελλ.
εκ τών πραγμάτων αποδεικνύω ως αστήρικτο
αρχ.
1. απατώ, γελώ
2. αρνούμαι
3. (με γεν.) (για πρόσ. και πράγματα) απατώμαι, πλανώμαι.

Greek Monotonic

διαψεύδω: μέλ. -ψεύσομαι, εξαπατώ ολότελα, σε Δημ. — Παθ., διαψεύδομαι, παρακ. -έψευσμαι, αόρ. αʹ -εψεύσθην· είμαι εξαπατημένος, μπερδεμένος, παραπλανημένος, στον ίδ.· δ. τινος, απατώμαι από ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ξεν., Δημ.· περί τι ή τινι, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

διαψεύδω: преимущ. med. обманывать (τινα Dem., med. Arst., Plut.; med. τὴν πατρίδα τῶν ἐλπίδων Polyb.): Ἡρόδοτος διέψευοται γράψας τοὺς Αἰθίοπας … Arst. Геродот неправильно написал, будто эфиопы …; pass. быть обманываемым (τινος Polyb.), преимущ. обманываться, заблуждаться, ошибаться (τινος Xen., Dem., περί τινος Plat., τινι, τι и περί τι Arst.): διαψευσθῆναι τοῖς λογισμοῖς Polyb. или τῶν λογισμῶν Plut. ошибиться в расчетах.