στροφαλίζω: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στροφᾰλίζω:''' θαμιστικό του [[στρέφω]], ἠλακάτα [[στροφαλίζω]], [[στρέφω]] την άτρακτο, δηλ. τη [[ρόκα]], [[γνέθω]], [[κλώθω]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''στροφᾰλίζω:''' θαμιστικό του [[στρέφω]], ἠλακάτα [[στροφαλίζω]], [[στρέφω]] την άτρακτο, δηλ. τη [[ρόκα]], [[γνέθω]], [[κλώθω]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στροφᾰλίζω:''' вращать, кружить: σ. [[ἠλάκατα]] Hom. вращать веретено, т. е. прясть; σ. φόβην Anth. трясти гривой. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
lengthd. form of στρέφω, ἠλάκατα σ.
A twist the wool, i.e. spin, Od.18.315; φόβην AP6.218.8 (Alc.).
German (Pape)
[Seite 956] verlängerte Form von στρέφω, oft, viel drehen, ἠλάκατα, die Spindel drehen, spinnen, Od. 18, 315; στροφάλιξε φόβην, vom Löwen, Alcaeus 8 (VI, 218).
Greek (Liddell-Scott)
στροφᾰλίζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ στρέφω, ἠλάκατα στρ., στρέφω τὴν ἄτρακτον, κλώθω, νήθω, Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐστροφάλισα;
faire tourner, acc..
Étymologie: στροφάλιγξ.
Greek Monolingual
Α στροφάλιγξ
1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, το στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα
2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» — γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
στροφᾰλίζω: θαμιστικό του στρέφω, ἠλακάτα στροφαλίζω, στρέφω την άτρακτο, δηλ. τη ρόκα, γνέθω, κλώθω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
στροφᾰλίζω: вращать, кружить: σ. ἠλάκατα Hom. вращать веретено, т. е. прясть; σ. φόβην Anth. трясти гривой.