μεσαίτατος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσαίτατος:''' -τερος, βλ. [[μέσος]] V. | |lsmtext='''μεσαίτατος:''' -τερος, βλ. [[μέσος]] V. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσαίτατος:''' superl. к [[μέσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
μεσαίτερος,
A v. μέσος VI.
German (Pape)
[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. de μέσος.
Greek Monolingual
μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].
Greek Monotonic
μεσαίτατος: -τερος, βλ. μέσος V.
Russian (Dvoretsky)
μεσαίτατος: superl. к μέσος.