ἀμοχθεί: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοχθεί:''' ή -θί[ῑ], επίρρ. του [[ἄμοχθος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀμοχθεί:''' ή -θί[ῑ], επίρρ. του [[ἄμοχθος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοχθεί:''' и [[ἀμοχθί]] adv. без усилий, без труда Aesch., Eur., Luc.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοχθεί Medium diacritics: ἀμοχθεί Low diacritics: αμοχθεί Capitals: ΑΜΟΧΘΕΙ
Transliteration A: amochtheí Transliteration B: amochthei Transliteration C: amochthei Beta Code: a)moxqei/

English (LSJ)

or ἀμοχθ-ί [ῑ], Adv.

   A without toil, A.Pr.210, E.Ba.194.

German (Pape)

[Seite 128] ohne Mühe, Aesch. Prom. 208; Luc. Amor. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοχθεί: ἢ -θὶ [ῑ], ἐπίρρ., ἄνευ μόχθου ἢ κόπου, Αἰσχύλ. Πρ. 208, Εὐρ. Βάκχ. 194.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans peine.
Étymologie: ἄμοχθος.

Spanish (DGE)

uelἀμοχθί

• Prosodia: [ῑ]
adv. sin trabajo ᾤοντ' ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, cf. E.Ba.194, Fr.978, D.H.2.41, Luc.Am.7, Ph.1.101, Hdn.Gr.2.464.

Greek Monolingual

ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) ἄμοχθος
δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα.

Greek Monotonic

ἀμοχθεί: ή -θί[ῑ], επίρρ. του ἄμοχθος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοχθεί: и ἀμοχθί adv. без усилий, без труда Aesch., Eur., Luc.