φυτευτήριον: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῠτευτήριον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[φυτό]] που αναπτύσσεται μέσα σε [[δενδροκομείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[δενδροκομείο]] ή [[φυτώριο]], σε Δημ. | |lsmtext='''φῠτευτήριον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[φυτό]] που αναπτύσσεται μέσα σε [[δενδροκομείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[δενδροκομείο]] ή [[φυτώριο]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠτευτήριον:''' τό<b class="num">1)</b> саженец Xen.;<br /><b class="num">2)</b> рассадник, питомник Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A layer, Hp.Nat.Puer.23, X.Oec.19.13, Thphr.HP2.2.4. II nursery or plantation, IG12.94.33, 22.2493, D.53.15 (all pl.).
German (Pape)
[Seite 1319] τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτήριον: τό, φυτὸν ἀναπτυχθὲν ὡς παραφυάς, ἢ ἐντὸς δενδροκομείου πρὸς μεταφύτευσιν, φυντάνι, Λατ. planta, stolo, viviradix, Ἱππ. 242. 47., 243. 4 καὶ 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 13. ΙΙ. δενδροκομεῖον ἢ φυτεία, Δημ. 1251. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
rejeton d’une plante.
Étymologie: φυτεύω.
Greek Monotonic
φῠτευτήριον: τό,
I. φυτό που αναπτύσσεται μέσα σε δενδροκομείο, σε Ξεν.
II. δενδροκομείο ή φυτώριο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φῠτευτήριον: τό1) саженец Xen.;
2) рассадник, питомник Dem.