συγκατάγω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βοηθώ]] στην [[επαναφορά]] κάποιου πράγματος, <i>τὸν δῆμον</i>, σε Αισχίν.
|lsmtext='''συγκατάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βοηθώ]] στην [[επαναφορά]] κάποιου πράγματος, <i>τὸν δῆμον</i>, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατάγω:''' (τᾰ)<br /><b class="num">1)</b> содействовать возвращению, вместе возвращать из изгнания (τινά Arph., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> совместно восстанавливать в правах, возвращать к власти (τὸν δῆμον Aeschin., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> сводить вниз, стягивать, втягивать: ἡ [[ἕλιξ]] συγκατάγουσα τὸ [[νέφος]] Arst. вихрь, увлекающий за собой облако.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάγω Medium diacritics: συγκατάγω Low diacritics: συγκατάγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΩ
Transliteration A: synkatágō Transliteration B: synkatagō Transliteration C: sygkatago Beta Code: sugkata/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A bring down along with or together, Arist.HA 620b18, Mete.371a12; bring with one to port, PHib.1.49.5 (iii B.C.).    2 join in bringing back, τὸν τύραννον Ar.Th.339, cf. Isoc. 16.13; τὸν Διόνυσον (at the Καταγώγια, q.v.); τὸν δῆμον Aeschin.2.78; from exile, Pl.Ep.333e.

German (Pape)

[Seite 964] (s. ἄγω), mit herab- oder herunterführen, mit zurückbringen, τύραννον, Ar. Thesm. 339; ins Vaterland Verbannte Plat. Ep. VII, 333 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάγω: μέλλ. -ξω, κατάγω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2, Μετεωρ. 3. 1, 8. 2) βοηθῶ εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τις τινα, τὸν τύραννον Ἀριστοφ. Θεσμ. 339, πρβλ. Ἰσοκρ. 349D· τὸν δῆμον Αἰσχίν. 38. 21· ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε.

French (Bailly abrégé)

contribuer à ramener.
Étymologie: σύν, κατάγω.

Greek Monolingual

Α κατάγω
1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον
2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι
3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα.

Greek Monolingual

Α κατάγω
1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον
2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι
3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα.

Greek Monotonic

συγκατάγω: μέλ. -ξω, βοηθώ στην επαναφορά κάποιου πράγματος, τὸν δῆμον, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάγω: (τᾰ)
1) содействовать возвращению, вместе возвращать из изгнания (τινά Arph., Plat.);
2) совместно восстанавливать в правах, возвращать к власти (τὸν δῆμον Aeschin., Plut.);
3) сводить вниз, стягивать, втягивать: ἡ ἕλιξ συγκατάγουσα τὸ νέφος Arst. вихрь, увлекающий за собой облако.