δυσφιλής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), [[μισητός]], [[απεχθής]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''δυσφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), [[μισητός]], [[απεχθής]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσφῐλής:''' нелюбимый, ненавистный Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφῐλής Medium diacritics: δυσφιλής Low diacritics: δυσφιλής Capitals: ΔΥΣΦΙΛΗΣ
Transliteration A: dysphilḗs Transliteration B: dysphilēs Transliteration C: dysfilis Beta Code: dusfilh/s

English (LSJ)

ές,

   A hateful, δάκος A.Ag.1232; γαμήλευμα Id.Ch.624; γέρων S.OC1258, etc.

German (Pape)

[Seite 690] ές, schlecht geliebt, d. i. gehaßt, verabscheut; Aesch. Ch. 615 u. öfter; θεοῖς 628; βία Eum. 54; πίνος Soph. O. C. 1260.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφῐλής: -ές, μισητός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1232, Χο. 624, Σοφ. Ο. Κ. 1258, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
odieux.
Étymologie: δυς-, φιλέω.

Spanish (DGE)

(δυσφῐλής) -ές
odioso, δάκος A.A.1232, λιμός A.A.1641, γαμήλευμα A.Ch.624, ἐκ δ' ὀμμάτων λείβουσι δυσφιλῆ λίβα sus ojos destilan un flujo odioso ref. la sangre, de las Harpías, A.Eu.54, πίνος S.OC 1258.

Greek Monolingual

δυσφιλής, -ές (Α)
μισητός.

Greek Monotonic

δυσφῐλής: -ές (φιλέω), μισητός, απεχθής, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσφῐλής: нелюбимый, ненавистный Aesch., Soph.