καταλιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλιμπάνω:''' = [[καταλείπω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''καταλιμπάνω:''' = [[καταλείπω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλιμπάνω:''' (только praes.) Plat. = [[καταλείπω]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλιμπάνω Medium diacritics: καταλιμπάνω Low diacritics: καταλιμπάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: katalimpánō Transliteration B: katalimpanō Transliteration C: katalimpano Beta Code: katalimpa/nw

English (LSJ)

   A = καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXXGe.39.16, Ocell.4.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.

French (Bailly abrégé)

c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.

Greek Monolingual

(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

καταλιμπάνω: = καταλείπω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταλιμπάνω: (только praes.) Plat. = καταλείπω.