ἠπάομαι: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠπάομαι:''' βλ. [[ἠπήσασθαι]]. | |lsmtext='''ἠπάομαι:''' βλ. [[ἠπήσασθαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠπάομαι:''' (только inf. aor. [[ἠπήσασθαι]]) зашивать, чинить ([[κόσκινον]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A mend, repair (rare word for the common ἀκέομαι), τὰ ῥαγέντα τῶν ἱματίων Gal.Thras.25: abs., Id.UP3.1:—Med., aor. 1 inf. ἠπήσασθαι Hes.Fr.172; κόσκινον Ar.Fr.227; ῥαγὲν ἱμάτιον Gal.Thras. 5: pf. part. Pass., ἱμάτια ἠπημένα Aristid.2.307 J., cf. BCH51.326.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπάομαι: ἴδε ἐν λ. ἠπήσασθαι.
Greek Monolingual
ἠπάομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η-) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής, ηπητήριον, ήπητρα, ήπησις) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη ραπτική. Το δε ρ. ηπάομαι συνδέεται στενά σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. ακέομαι θεραπεύω, επιδιορθώνω»].
Greek Monotonic
ἠπάομαι: βλ. ἠπήσασθαι.
Russian (Dvoretsky)
ἠπάομαι: (только inf. aor. ἠπήσασθαι) зашивать, чинить (κόσκινον Arph.).