πανταχῶς: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πανταχῶς:''' ([[πᾶς]]), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. [[omnino]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''πανταχῶς:''' ([[πᾶς]]), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. [[omnino]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντᾰχῶς:''' во всех отношениях, полностью, вполне Plat., Isocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A in all ways, altogether, Pl.Prm.143c, Isoc.15.94.
German (Pape)
[Seite 463] auf jede Weise, durchaus; Plat. Parmen. 143 c; Menand. bei Ath. VI, 243 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχῶς: Ἐπίρρ., κατὰ πάντα τρόπον, ὅλως, Λατ. omnino, Πλάτ. Παρμ. 143C, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 100.
French (Bailly abrégé)
adv.
de toutes les manières, par toute sorte de moyens.
Étymologie: πᾶς, -αχῶς.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. πολλ-αχ-ώς), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
πανταχῶς: (πᾶς), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. omnino, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχῶς: во всех отношениях, полностью, вполне Plat., Isocr.