ἐπαρωγή: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰρωγή:''' ἡ, [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[εναντίον]] κάποιου, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπᾰρωγή:''' ἡ, [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[εναντίον]] κάποιου, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰρωγή:''' ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρωγή Medium diacritics: ἐπαρωγή Low diacritics: επαρωγή Capitals: ΕΠΑΡΩΓΗ
Transliteration A: eparōgḗ Transliteration B: eparōgē Transliteration C: eparogi Beta Code: e)parwgh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπαρήγω)

   A help, aid, A.R.1.302; ἐπαρωγὴν ποιεῖσθαί τινι Charond. ap. Stob.4.2.24.    II ἐ. τινος aid against a thing, Orac. ap. Luc.Alex.28: hence, opposition, IG14.2012A5.

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰρωγή: ἡ, (ἐπαρήγω), ἀρωγή, ἐπικουρία, βοήθεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. ἐπαρωγή τινος, βοήθεια κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· ἐντεῦθεν, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
secours : τινος remède contre qch.
Étymologie: ἐπαρήγω.

Greek Monolingual

ἐπαρωγή, η (Α)
1. βοήθεια, επικουρία
2. βοήθεια εναντίον κάποιου
3. αντίσταση, εναντίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγή «βοήθεια»].

Greek Monotonic

ἐπᾰρωγή: ἡ, βοήθεια, αρωγή, εναντίον κάποιου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰρωγή: ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.).