καρχήσιον: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ.
|lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρχήσιον:''' дор. [[καρχάσιον]] (χᾱ) τό<br /><b class="num">1)</b> мор. верхний конец мачты, топ (πίπτειν ἐκ καρχησίων Eur.; γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> кархесий (кубок, расширяющийся кверху и книзу) Diod.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρχήσιον Medium diacritics: καρχήσιον Low diacritics: καρχήσιον Capitals: ΚΑΡΧΗΣΙΟΝ
Transliteration A: karchḗsion Transliteration B: karchēsion Transliteration C: karchision Beta Code: karxh/sion

English (LSJ)

Dor. καρχ-άσιον [Χᾱ], τό,

   A drinking-cup narrower in the middle than at the top and bottom, Sapph.51.3, Pherecyd.13J., Cratin.38, Herodor.16J., S.Fr.660, Callix.3, IG12.265, al., 22.47, 12 (8).51.25 (Imbros, ii B. C.).    II mast-head of a ship, through which the halyards worked, ζυγὸν καρχασίου sailyard, Pi.N.5.51, cf. Hp.Art. 43, Luc.Merc.Cond.1 (interpol.), Asclep. Myrl. ap. Ath.11.474f: in pl., E.Hec.1261, Plu.Them.12; cf. sq.--In Epicr.10 there is a play on the double meaning (1 and 11).    III triangular instrument used in carpentry, Hsch.    IV cage or chamber in a torsion-engine, Ph.Bel.74.15, HeroBel.88.5 (Χαλκ- codd.), Ath.Mech.35.4.    V crane for unloading ships, Vitr.10.2.10, 10.16.3.

German (Pape)

[Seite 1332] τό, 1) der obere Theil des Mastbaums mit dem Mastkorbe, Mars, Ath. XI, 475 a; πρὸς ζυγὸν καρχασίου ἱστία ἀντείνειν Pind. N. 5, 51, die Segel aufziehen, wo der Schol. καρχήσιον erkl. ἐν ᾡ τὸν ἱμάντα ἐνείρουσι, also die Rolle, um welche die Segeltaue laufen, die eben oben am Maste befestigt ist; bei Eur. Hec. 1261 verschlingt das Meer πεσοῦσαν ἐκ καρχησίων, wo nachher hinzugefügt ist αὐτὴ πρὸς ἱστὸν ναὸς ἀμβήσει ποδί; Mastkorb ist es auch Plut. Them. 12 u. Luc. ἐκ μηχανῆς θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον de merc. cond. 1. – 2) ein Becher, in der Mitte eingebogen, von der Aehnlichkeit mit dem Mastkorbe benannt, Ath. XI, 474 e ff.; D. Sic. 2, 9; Alciphr. 2, 3. – Bei Hesych. auch ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δελτοειδές, vielleicht eine Art Krahn, nach Vitruv. 10, 22.

Greek (Liddell-Scott)

καρχήσιον: Δωρ. -άσιον, τό, «ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς μέσον ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον μέχρι τοῦ πυθμένος καθήκοντα» Καλλίξενος ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 474, Σαπφὼ 70, Φερεκύδ. 27, Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· καρχησίω ἀργυρῶ Συλλ. Ἐπιγρ. 139· 19, πρβλ. 140. 19, 141. 8, 150. 26·―οὕτως ὁ Οὐεργίλ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. carchesia· πρβλ.· Müller Archäol. D. Kunst § 299Α. ΙΙ.τὸ ἀκρότατον τοῦ ἱστοῦ, δι’ οὗ τὰ σχοινία τῶν κεραιῶν διέρχονται, καθ’ ἑνικόν, Πινδ. Ν. 5.94 (ἔνθα τὸ ζυγὸν καρχασίου εἶναι ἡ τὸ ἱστίον φέρουσα κεραία), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565, Ἀθήν. 475Α· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 1261, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τὸ ἑπόμ.―Ἐν Ἐπικρ. Ἀδήλ. 2. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως (Ι καὶ ΙΙ). ΙΙΙ. ἡ ὀρθία δοκὸς γεράνου, Schneid Βιτρούβ. 10. 5.―Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἐπικείμενον τῶν ἱστῶν; ξύλον, καὶ ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δελτοειδές.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 partie supérieure du mât avec la hune, hune;
2 poulie fixée au mât et autour de laquelle s’enroulent les cordages.
Étymologie: DELG mot techn. prob. emprunté.

Greek Monotonic

καρχήσιον: Δωρ. -άσιον [ᾱ], τό,
I. ποτήρι πιο στενό στη μέση από ότι στο χείλος και τον πάτο, σε Σαπφώ κ.λπ.
II. το ψηλότερο μέρος του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καρχήσιον: дор. καρχάσιον (χᾱ) τό
1) мор. верхний конец мачты, топ (πίπτειν ἐκ καρχησίων Eur.; γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.);
2) кархесий (кубок, расширяющийся кверху и книзу) Diod.