ὑπονέμομαι: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπονέμομαι:''' Μέσ., [[καταβροχθίζω]], [[κατατρώγω]] από [[κάτω]] ή [[κρυφά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑπονέμομαι:''' Μέσ., [[καταβροχθίζω]], [[κατατρώγω]] από [[κάτω]] ή [[κρυφά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπονέμομαι:''' пожирать снизу ([[πῦρ]] ὑπονειμάμενον Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A eat away beneath or secretly, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον AP7.444 (Theaet.); but ὑπονεμησαμένη, though found in codd. in Hp.Oss.18, is f. l. for ὑπονης αμένη, v. ὑπονέω. II undermine (cf. ὑπόνομος): metaph., deceive, γυναῖκας Epich.9.
German (Pape)
[Seite 1227] (s. νέμω), med., von unten aus abweiden, von Grund aus wegfressen, verzehren, von der Flamme, πῦρ ὑπονειμάμενον, Theaet. 4 (VII, 444). – Auch unterminiren, Sp. – Betrügen, Epicharm. bei Poll. 9, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονέμομαι: μέσ., νέμομαι, βόσκομαι ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον Ἀνθολ. Παλατ. 7. 444· ὑπονεμησάμενος Ἱππ. 279. 44. ΙΙ. ὑπονομεύω, ὑποσκάπτω (πρβλ. ὑπόνομος)· - μεταφορ., ἐξαπατῶ, τινὰ Ἐπίχαρμ. 5 Achr.
French (Bailly abrégé)
1 se repaître de, dévorer de fond en comble en parl. du feu;
2 tromper.
Étymologie: ὑπό, νέμομαι.
Greek Monolingual
Α
1. βόσκω από κάτω ή κρυφά («ἔλαθεν πῡρ ὑπονειμάμενον», Ιπποκρ.)
2. μτφ. εξαπατώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέμομαι «βόσκω, τρώγω»].
Greek Monotonic
ὑπονέμομαι: Μέσ., καταβροχθίζω, κατατρώγω από κάτω ή κρυφά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονέμομαι: пожирать снизу (πῦρ ὑπονειμάμενον Anth.).