καταφρύγω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφρύγω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]] σε στάχτες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταφρύγω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]] σε στάχτες, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφρύγω:''' (ῡ) сжигать, испепелять (τινά Arph.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρύγω Medium diacritics: καταφρύγω Low diacritics: καταφρύγω Capitals: ΚΑΤΑΦΡΥΓΩ
Transliteration A: kataphrýgō Transliteration B: kataphrygō Transliteration C: katafrygo Beta Code: katafru/gw

English (LSJ)

[ῡ],

   A burn away, burn to ashes, of lightning, Ar.Nu. 396:—Pass., of love, v.l. in Theoc.14.26 (Pap. ined.).    2 parch, consume, of disease, Alex.Trall.Febr.4:—Pass., to be dried up, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ruf. ap. Aët.5.95: fut. -φρυγήσομαι Hsch.:—also καταφρον-φρύς<ς>ω, καταφρον-φρύττω, Id., Olymp. in Mete.299.11.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρύγω: ῡ, κατακαίω, καίω μέχρι τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1 brûler;
2 dessécher.
Étymologie: κατά, φρύγω.

Greek Monolingual

καταφρύγω AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω
μέσ. καταφρύγομαι
ξηραίνομαι τελείως
μσν.
μέσ. καταφρύγομαι
(για νερό) στερεύω
αρχ.
1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω
2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φρύγω «ψήνω, καίω»].

Greek Monotonic

καταφρύγω: [ῡ], μέλ. -ξω, καίω σε στάχτες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταφρύγω: (ῡ) сжигать, испепелять (τινά Arph.).