παραβλώσκω: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραβλώσκω:''' Επικ. παρακ. παρ-[[μέμβλωκα]], [[συνοδεύω]] κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''παραβλώσκω:''' Επικ. παρακ. παρ-[[μέμβλωκα]], [[συνοδεύω]] κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραβλώσκω:''' только эп. 3 л. sing. pf. [[παρμέμβλωκε]](ν) приходить на выручку (τινί Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:45, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. pf. παρμέμβλωκα,
A go beside, esp. for the purpose of protecting, τῷ δ' αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Il.4.11; ἦ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν 24.73.
German (Pape)
[Seite 472] (s. βλώσκω), neben Einem gehen, bes. um ihn zu schützen, Hom. nur παρμέμβλωκε, Il. 4, 11. 24, 73.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλώσκω: ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, συνοδεύω τινά, βαδίζω πλησίον αὐτοῦ, μάλιστα ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν Ω. 73.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. poét. 3ᵉ sg. παρμέμβλωκε ou παρμέμβλωκεν;
venir au secours de, τινι.
Étymologie: παρά, βλώσκω.
English (Autenrieth)
perf. παρμέμβλωκε: go (with help) to the side of, Il. 4.11 and Il. 24.73.
Greek Monolingual
Α
βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τον βοηθήσω ή να τον υπερασπίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].
Greek Monotonic
παραβλώσκω: Επικ. παρακ. παρ-μέμβλωκα, συνοδεύω κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παραβλώσκω: только эп. 3 л. sing. pf. παρμέμβλωκε(ν) приходить на выручку (τινί Hom.).