ἀχείρωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αδάμαστος]], [[ανυπότακτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν φυτεύτηκε από χέρια ανθρώπου, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αδάμαστος]], [[ανυπότακτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν φυτεύτηκε από χέρια ανθρώπου, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχείρωτος:''' <b class="num">1)</b> Soph. v. l. = [[ἀχείρητος]];<br /><b class="num">2)</b> незавоеванный, непокоренный (οἱ Χαλκιδῆς Thuc.; πολεμίᾳ δυνάμει Diod.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχείρωτος Medium diacritics: ἀχείρωτος Low diacritics: αχείρωτος Capitals: ΑΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: acheírōtos Transliteration B: acheirōtos Transliteration C: acheirotos Beta Code: a)xei/rwtos

English (LSJ)

ον,

   A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15.    II ἀ. φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC698 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] 1) unbezwungen, Thuc. 6, 10; D. Sic. 18, 24. – 2) nicht von Menschenhänden gepflanzt, φύτευμα Soph. O. C. 703; s. vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχείρωτος: -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. φύτευμα, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ Πολυδ. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non conquis;
2 non façonné ou planté par la main de l’homme.
Étymologie: ἀ, χειρόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaprensible, inconquistable de pers. οἱ ἐπὶ Θρᾴκης Th.6.10, c. dat. ἀ. πολεμίᾳ δυνάμει D.S.5.15, ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.1, 2, c. πρός y ac. ἡ φύσις ... πρὸς ἅπαν πάθος ἀ. Bas.Sel.Or.M.85.49D
de cosas invencible τὸ ὅπλον ref. a la cruz, Chrys.M.51.35
inexpugnable σηκός Isid.Pel.Ep.M.78.297A
subst. τὸ ἀχείρωτον lo que no puede ser sometido Isid.Pel.Ep.M.78.484A.
2 no trabajado por la mano del hombre (pero quizá sent. 1) φύτευμ' ἀχείρωτον αὐτοποιόν S.OC 698, cf. Fr.1117, de una partida de lino PHerm.Rees 22.14 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ἀχείρωτος, -ον (AM) χειρώ
ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος
αρχ.
φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα»
(για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου.

Greek Monotonic

ἀχείρωτος: -ον (χειρόω
I. αδάμαστος, ανυπότακτος, σε Θουκ.
II. αυτός που δεν φυτεύτηκε από χέρια ανθρώπου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχείρωτος: 1) Soph. v. l. = ἀχείρητος;
2) незавоеванный, непокоренный (οἱ Χαλκιδῆς Thuc.; πολεμίᾳ δυνάμει Diod.).