ἀσυνάρμοστος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσυνάρμοστος]], -ον (Α) [[συναρμόζω]]<br /><b>1.</b> [[ανάρμοστος]], [[αταίριαστος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «το ασυνάρμοστον» — η [[ασυμφωνία]], η [[δυσαρμονία]]. | |mltxt=[[ἀσυνάρμοστος]], -ον (Α) [[συναρμόζω]]<br /><b>1.</b> [[ανάρμοστος]], [[αταίριαστος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «το ασυνάρμοστον» — η [[ασυμφωνία]], η [[δυσαρμονία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυνάρμοστος:''' несовместимый, непримиримый Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unfitting, unsuitable, Plu.2.709b; τὸ ἀ. incongruity, S.E. P.1.43.
German (Pape)
[Seite 380] = folgdm, Plut. Symp. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρμοστος: -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, ἀκατάλληλος, Πλούτ. 2. 709Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incompatible.
Étymologie: ἀ, συναρμόζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene conexión τὸ κῶλον Sch.Ar.Au.1377Wh.
2 fig. de pers. incompatible ἀσύμφυλοι καὶ ἀσυνάρμοστοι Plu.2.709b
•subst. τὸ ἀ. incompatibilidad S.E.P.1.43, AB 378.31.
Greek Monolingual
ἀσυνάρμοστος, -ον (Α) συναρμόζω
1. ανάρμοστος, αταίριαστος
2. το ουδ. ως ουσ. «το ασυνάρμοστον» — η ασυμφωνία, η δυσαρμονία.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνάρμοστος: несовместимый, непримиримый Plut.