εὐάρματος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[άρμα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''εὐάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[άρμα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐάρμᾰτος:''' <b class="num">1)</b> славный (своими боевыми) колесницами ([[Θήβη]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> побеждающий в состязаниях колесниц ([[Ἱέρων]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἅρμα)
A with beauteous car, Θήβα S.Ant.845 (lyr.). 2 victorious in the chariot-race, Pi.P.2.5, I.2.17.
German (Pape)
[Seite 1057] glücklich, siegreich im Wettkampf der Wagen, Pind. P. 2, 5 I. 2, 17 u. öfter; Θήβη, mit schönen Wagen, Soph. Ant. 837.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάρμᾰτος: -ον, (ἅρμα) ἔχων καλὰ ἅρματα, Θήβας τ’ εὐαρμάτου ἄλσος Σοφ. Ἀντ. 845. 2) νικητὴς ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πίνδ. Π. 2. 9., Ι. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux beaux chars.
Étymologie: εὖ, ἅρμα.
English (Slater)
εὐάρμᾰτος, -ον
1 with splendid chariot εὐάρματος Ἱέρων (P. 2.5) εὐάρματον πόλιν Cyrene (P. 4.7) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17) εὐάρματε Θήβα fr. 195.
Greek Monolingual
εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ-άρματος, χρυσ-άρματος].
Greek Monotonic
εὐάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ωραίο άρμα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐάρμᾰτος: 1) славный (своими боевыми) колесницами (Θήβη Soph.);
2) побеждающий в состязаниях колесниц (Ἱέρων Pind.).