πτόησις: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτόησις:''' -εως, ἡ, σφοδρή [[συγκίνηση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πτόησις:''' -εως, ἡ, σφοδρή [[συγκίνηση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πτόησις:''' и [[πτοίησις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> испуг, страх Arst.: μὴ φοβούμενος μηδεμίαν πτόησιν NT не испытывающий никакого страха;<br /><b class="num">2)</b> волнение, возбужденность (π. καὶ [[μανία]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτόησις Medium diacritics: πτόησις Low diacritics: πτόησις Capitals: ΠΤΟΗΣΙΣ
Transliteration A: ptóēsis Transliteration B: ptoēsis Transliteration C: ptoisis Beta Code: pto/hsis

English (LSJ)

or πτοίησις (so in Pl.), εως, ἡ,

   A vehement emotion or excitement, Pl.Prt.310d; περί τι Id.Smp.206d; ἡ τοῦ σώματος π. Id.Cra. 404a, cf. Arist.GA774a5 (dub.), Clearch.(?) ap.Ath.15.670c, Agatharch.5, Ph.1.509; μὴ φοβούμεναι μηδεμίαν πτόησιν 1 Ep.Pet.3.6.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, auch πτοίησις, das Scheuchen, Erschrecken, in heftige Bewegung u. Leidenschaft Setzen (?). – Heftige Bewegung, Leidenschaft, ἔχοντες τὴν τοῦ σώματος πτόησιν καὶ μανίαν, Plat. Crat. 404 a; περί τι, Conv. 206 d (v. l. ποίησις); vgl. Prot. 310 d; Brunst, Arist. de gen. anim. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πτόησις: ἢ πτοίησις, εως, ἡ, πᾶσα σφοδρὰ συγκίνησις, ταραχή, σφοδρὰ ἔξαψις, Πλάτ. Πρωτ. 310D· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mouvement violent de l’âme, passion.
Étymologie: πτοέω.

English (Strong)

from πτοέω; alarm: amazement.

English (Thayer)

πτοησεως, ἡ (πτοέω), terror: φοβεῖσθαι πτόησιν, equivalent to φόβον φοβεῖσθαι, to be afraid with terror (others take πτόησις objectively: R. V. text to be put in fear by any terror), φοβέω, 2; (Winer s Grammar, § 32,2; Buttmann, § 131,5. (Philo, quis rev. div. her. § 51)).

Greek Monotonic

πτόησις: -εως, ἡ, σφοδρή συγκίνηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πτόησις: и πτοίησις, εως ἡ
1) испуг, страх Arst.: μὴ φοβούμενος μηδεμίαν πτόησιν NT не испытывающий никакого страха;
2) волнение, возбужденность (π. καὶ μανία Plat.).