εὔγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔγναμπτος:''' Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὔγναμπτος:''' Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔγναμπτος:''' эп. [[ἐΰγναμπτος]], v. l. ἐϋγναμπτός 2 красиво изогнутый, изящно загнутый ([[κληΐς]] Hom.; [[ἕλιξ]] HH).
}}
}}

Revision as of 08:03, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγναμπτος Medium diacritics: εὔγναμπτος Low diacritics: εύγναμπτος Capitals: ΕΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúgnamptos Transliteration B: eugnamptos Transliteration C: eygnamptos Beta Code: eu)/gnamptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰγν-, ον,

   A well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).

German (Pape)

[Seite 1060] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγναμπτος: Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, καλῶς ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· περόνη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰγναμπτος;
ος, ον :
artistement courbé, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, γνάμπτω.

English (Autenrieth)

ἐύγ. (γνάμπτω): gracefully bent, Od. 18.294†.

Greek Monolingual

εὔγναμπτος, -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)
ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»].

Greek Monotonic

εὔγναμπτος: Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔγναμπτος: эп. ἐΰγναμπτος, v. l. ἐϋγναμπτός 2 красиво изогнутый, изящно загнутый (κληΐς Hom.; ἕλιξ HH).