νομευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νομευτικός]], -ή, -όν) [[νομεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, [[ποιμενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («νομευτικά φυτά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νομευτική</i><br />η [[τέχνη]] να βόσκει [[κάποιος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νομευτικός]], -ή, -όν) [[νομεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, [[ποιμενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («νομευτικά φυτά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νομευτική</i><br />η [[τέχνη]] να βόσκει [[κάποιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νομευτικός:''' пастушеский ([[τέχνη]] Plat.): ὁ ν. [[νεανίσκος]] Plut. пастушок.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομευτικός Medium diacritics: νομευτικός Low diacritics: νομευτικός Capitals: ΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nomeutikós Transliteration B: nomeutikos Transliteration C: nomeftikos Beta Code: nomeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pastoral, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, Pl.Plt.267b, 267d; νομευτική alone, Ael.NA9.54.    II skilled in grazing, ib.14.16.

Greek (Liddell-Scott)

νομευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les pâtres ou le métier de pâtre, pastoral;
2 habile à faire paître le bétail.
Étymologie: νομεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νομευτικός, -ή, -όν) νομεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, ποιμενικός
νεοελλ.
κατάλληλος για βοσκή («νομευτικά φυτά»)
αρχ.
1. έμπειρος στη βοσκή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νομευτική
η τέχνη να βόσκει κάποιος.

Russian (Dvoretsky)

νομευτικός: пастушеский (τέχνη Plat.): ὁ ν. νεανίσκος Plut. пастушок.