εὔκομπος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομπος:''' звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκομπος Medium diacritics: εὔκομπος Low diacritics: εύκομπος Capitals: ΕΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: eúkompos Transliteration B: eukompos Transliteration C: eykompos Beta Code: eu)/kompos

English (LSJ)

ον,

   A loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.

Greek Monolingual

εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].

Greek Monotonic

εὔκομπος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομπος: звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).