κακόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόστρωτος:''' -ον, κακοστρωμένος, δηλ. [[γεμάτος]] πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κᾰκόστρωτος:''' -ον, κακοστρωμένος, δηλ. [[γεμάτος]] πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόστρωτος:''' плохо постланный, т. е. жесткий, неудобный для ночлега (δυσαυλίαι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστρωτος Medium diacritics: κακόστρωτος Low diacritics: κακόστρωτος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kakóstrōtos Transliteration B: kakostrōtos Transliteration C: kakostrotos Beta Code: kako/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A ill-spread, i. e. rugged, A.Ag.556.

German (Pape)

[Seite 1304] schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la couche est dure ou mauvaise.
Étymologie: κακός, στρώννυμι.

Greek Monolingual

κακόστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].

Greek Monotonic

κᾰκόστρωτος: -ον, κακοστρωμένος, δηλ. γεμάτος πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόστρωτος: плохо постланный, т. е. жесткий, неудобный для ночлега (δυσαυλίαι Aesch.).