κατεγγύη: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατεγγύη:''' ἡ, [[εγγύηση]] ή [[ενέχυρο]] που αποδίδεται, σε Δημ. | |lsmtext='''κατεγγύη:''' ἡ, [[εγγύηση]] ή [[ενέχυρο]] που αποδίδεται, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεγγύη:''' ἡ порука, залог, гарантия Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A giving of security, D.25.60.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.
Greek (Liddell-Scott)
κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησις ἡ ἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.
Greek Monolingual
κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῡ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].
Greek Monotonic
κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κατεγγύη: ἡ порука, залог, гарантия Dem.