ἐπαρίστερος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπᾰρίστερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό [[χέρι]], <i>τὰ ἐπαρίστερα</i>, ως επίρρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αδέξιος]], [[ακατάλληλος]], [[ατζαμής]], Γαλλ. gauche, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπᾰρίστερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό [[χέρι]], <i>τὰ ἐπαρίστερα</i>, ως επίρρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αδέξιος]], [[ακατάλληλος]], [[ατζαμής]], Γαλλ. gauche, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾰρίστερος:''' <b class="num">1)</b> находящийся слева: τὰ ἐπαρίστερα, v. l. τὰ ἐπ᾽ [[ἀριστερά]] (sc. μέρη) Her. левая часть;<br /><b class="num">2)</b> неловкий, неумелый, неуклюжий Arst., Diod., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα (nisi scrib. ἐπ' ἀρ-) Hdt.2.36,93,4.191; but ἐπὶ τὰ ἀριστερά Id.2.36. 2 written from right to left, Tab.Defix.67a8 (iii B. C.). II left-handed, D.C.72.19: usu. metaph., 'gauche', Ephipp.23; ἐ. ἔμαθες γράμματα at the wrong end, Theognet.1.7; βουλεύματα D.S.8Fr.5; ἐ. Κάτωνες awkward imitators of Cato, Plu.Cat.Ma.19. Adv. -ρως, λαμβάνειν τι Men.325.2; τὴν τύχην δεξιὰν παρισταμένην ἐ. λαμβάνειν Plu.2.467c.
German (Pape)
[Seite 904] links; übertr., linkisch, ungeschickt, Ggstz ἀμφιδέξιος, Ath. IV, 179 f u. a. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 259, wo es wie Poll. 2, 160 als ein schlechtes Wort verworfen wird; ἐπαρίστερ' ἔμαθες γράμματα Theognet. Ath. XV, 671 b. – Adv., λαμβάνεις Men. Clem. Al. strom. 2 p. 181; Plut. tranquill. an. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰρίστερος: -ον, πρὸς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, πρὸς τὰ ἀριστερά, τὰ ἐπαρίστερα Ἡρόδ. 2. 93., 4. 191· ἀλλ, ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ ὁ αὐτὸς 2. 36. ΙΙ. μεταφ., ἀδέξιος, ἀνεπιτήδιος, ἀνάποδος, ἐπαρίστερ’ ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶτταν φορεῖς Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 3· ἐπαρίστερ’ ἔμαθες, ὦ πόνηρε, γράμματα Θεόγνητος ἐν «Φάσμασι» 1. 7· βουλεύματα Διοδ. Ἀποσπ. (Ἐκλογ. Βατ.) σ. 5· ἐπαρίστεροι Κάτωνες, ἀδέξιοι μιμηταὶ τοῦ Κάτωνος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 19. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρίστερα· κακά. ἀηδῆ». - Ἐπίρρ. λαμβάνειν τι ἐπαριστέρως Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1 (ἔνθα ὁ Meineke ἔχει ἐπαριστερῶς)· πρβλ. Πλούτ. 2. 467C. - Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 259.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est à gauche;
2 fig. gauche, maladroit.
Étymologie: ἐπί, ἀριστερός.
Greek Monolingual
ἐπαρίστερος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά
2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά
3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης
4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.)
5. επίρρ. ἐπαριστέρως
αδέξια, ανεπιτήδεια.
Greek Monotonic
ἐπᾰρίστερος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό χέρι, τὰ ἐπαρίστερα, ως επίρρ., Ηρόδ.
II. μεταφ., αδέξιος, ακατάλληλος, ατζαμής, Γαλλ. gauche, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰρίστερος: 1) находящийся слева: τὰ ἐπαρίστερα, v. l. τὰ ἐπ᾽ ἀριστερά (sc. μέρη) Her. левая часть;
2) неловкий, неумелый, неуклюжий Arst., Diod., Plut.