προσλιπαρέω: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσλῑπᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμμένω]] ή [[επιμένω]] σε, <i>τοῖς χρήμασι</i>, στην [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλούτ.· [[ικετεύω]], <i>τινί</i>, σε Λουκ.· απόλ., [[θερμοπαρακαλώ]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσλῑπᾰρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμμένω]] ή [[επιμένω]] σε, <i>τοῖς χρήμασι</i>, στην [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλούτ.· [[ικετεύω]], <i>τινί</i>, σε Λουκ.· απόλ., [[θερμοπαρακαλώ]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσλῑπᾰρέω:''' <b class="num">1)</b> проявлять настойчивость, упорствовать: π. τοῖς χρήμασιν [[ὥσπερ]] κηρίοις μέλιτται Plut. тяготеть к наживе, как пчелы к сотам;<br /><b class="num">2)</b> настойчиво просить, приставать с просьбами (τινι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A keep close to, τοῖς χρήμασιν, ὥσπερ κηρίοις μέλιτται Plu.Aem.23; π. τοῖς μαχομένοις stand by them to the end, Id.2.245c: c. part., persevere, π. νηχόμενον Agathin. ap. Orib.10.7.25: c. acc., continue to occupy, [χώραν] Arr.Epict.3.24.33: abs., persevere, Luc.Abd. 16, Ruf. ap. Orib.8.21.15; to be importunate, Plu.Pomp.13; but, continue to listen to a speaker, Id.2.39a: c. acc. et inf., ταῦτα πραχθῆναι Jul.Or.7.225a.
German (Pape)
[Seite 772] 1) bei einer Sache, an einem Orte verharren, verweilen, τῇ χώρᾳ, Arr. Epict. 3, 24; sich beharrlich mit einer Sache beschäftigen, fortwährend ihr obliegen, c. dat., Plut. de audit. 3; τοῖς χρήμασι, Aem. Paull. 23. – 2) insbes. mit unablässigen Bitten anliegen, inständig bitten, τινί, Luc. abdic. 16; Plut. Eum. E.
Greek (Liddell-Scott)
προσλῑπᾰρέω: ἐπιμένω εἴς τι, τοῖς χρήμασι, εἰς χρηματολογίαν, εἰς χρηματισμόν, Πλουτ. Αἰμίλ. 23, πρβλ. 2. 39Α, καὶ αὐτόθι Wyttenb· διαμένω εἰσέτι ἐντός, τῇ χώρᾳ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 33· ― θερμῶς παρακαλῶ, ἱκετεύω τινι Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16· ἀπολ., ἐπιμένω ἱκετεύων, Πλουτ. Πομπ. 13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 s’attacher à, acc. ARR, τινι PLUT ; τοῖς χρήμασιν προσλιπαρεῖν, s’attacher à l’argent;
2 insister près de, presser, τινι.
Étymologie: πρός, λιπαρέω.
Greek Monotonic
προσλῑπᾰρέω: μέλ. -ήσω, εμμένω ή επιμένω σε, τοῖς χρήμασι, στην απόκτηση χρημάτων, σε Πλούτ.· ικετεύω, τινί, σε Λουκ.· απόλ., θερμοπαρακαλώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσλῑπᾰρέω: 1) проявлять настойчивость, упорствовать: π. τοῖς χρήμασιν ὥσπερ κηρίοις μέλιτται Plut. тяготеть к наживе, как пчелы к сотам;
2) настойчиво просить, приставать с просьбами (τινι Luc.).