κομιστής: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομιστής:''' -οῦ, ὁ ([[κομίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιποιείται, που φροντίζει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγός]], [[φορέας]], [[αγωγός]], στον ίδ.
|lsmtext='''κομιστής:''' -οῦ, ὁ ([[κομίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιποιείται, που φροντίζει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγός]], [[φορέας]], [[αγωγός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κομιστής:''' οῦ ὁ провожатый: μίμνε δ᾽ ἐς τ᾽ ἂν [[ἔλθω]] κομιστήν [[σου]] Eur. жди, пока я не выйду провожать тебя, т. е. навстречу тебе; κ. νεκρῶν Eur. погребающий мертвых.
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομιστής Medium diacritics: κομιστής Low diacritics: κομιστής Capitals: ΚΟΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: komistḗs Transliteration B: komistēs Transliteration C: komistis Beta Code: komisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who takes care of, νεκρῶν E.Supp.25.    II conductor, Id.Andr.1268.

German (Pape)

[Seite 1478] ὁ, der Führer, Bringer, Geleiter; Eur. Andr. 1208; λύχνος Asclpds. 9 (XII, 50). – Der Besorger, νεκρῶν, Bestatter, Eur. Suppl. 25.

Greek (Liddell-Scott)

κομιστής: -οῦ, (κομίζω) ὁ φροντίζων περί τινος, κ. νεκρῶν Εὐρ. Ἱκέτ. 25. ΙΙ. ὁ κομίζων, ὁ ὁδηγῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1268.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui prend soin de;
2 qui porte, qui transporte, qui conduit.
Étymologie: κομίζω.

Spanish

cuidador

Greek Monolingual

ο (Α κομιστής) κομίζω
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτικομιστής κακών αγγελιών)
2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για κάποιον («νεκρῶν κομιστήν», Ευρ.)
2. προπομπός («ἔστ' ἄν... λαβοῦσα Νηρῄδων χορὸν ἔλθω κομιστήν σου», Ευρ.).

Greek Monotonic

κομιστής: -οῦ, ὁ (κομίζω),
I. αυτός που περιποιείται, που φροντίζει, σε Ευρ.
II. οδηγός, φορέας, αγωγός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κομιστής: οῦ ὁ провожатый: μίμνε δ᾽ ἐς τ᾽ ἂν ἔλθω κομιστήν σου Eur. жди, пока я не выйду провожать тебя, т. е. навстречу тебе; κ. νεκρῶν Eur. погребающий мертвых.