γεωμορία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεωμορία:''' ἡ (γῆ, [[μείρομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] της γης, [[αγρός]].<br /><b class="num">II.</b> = [[γεωργία]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γεωμορία:''' ἡ (γῆ, [[μείρομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] της γης, [[αγρός]].<br /><b class="num">II.</b> = [[γεωργία]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεωμορία:''' ἡ<b class="num">1)</b> землепашество Anth.;<br /><b class="num">2)</b> жатва (λιπαρά Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A portion of land, Nic.Al.10: pl., farms, cultivated lands, Opp.C.4.434. II = γεωργία, Alciphr.1.4, AP7.532 (Isid.). III harvest, λιπαρὰ γ. AP6.258 (Addaeus). IV division of land, Nicom.Ar. 1.3.
German (Pape)
[Seite 488] ἡ, das zugetheilte Land, Acker, πιοτάτη Nic. Al. 10; Opp. Cyn. 4, 434; λιπαρά Add. 1 (VI, 258), wo es »Ernte« erkl. wird.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμορία: ἡ, μέρος γῆς, ἀγρός, Ὀππ. Κ. 4. 430, Νικ. Ἀλ. 10, κτλ. ΙΙ. = γεωργία, Ἀλκίφρων 1. 4, Ἀνθ. II. 7. 532.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 portion de terre;
2 culture de la terre.
Étymologie: γεωμόρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Nic.Al.10, Opp.C.4.434, AP 7.532 (Isid.Aeg.)
I 1división de la tierra ἡ δὲ γεωμετρία πρὸς ... γεωμορίας Nicom.Ar.1.3.7.
2 porción de tierra γ. ἠπείρου Nic.l.c.
•en plu. campos cultivados s. cont. Lyr.Adesp.414d.10S., ἐν δ' ἄρα τῇσι γεωμορίῃσιν ἐλαύνειν Opp.l.c.
II agr.
1 cultivo de la tierra, vida agrícola γεωμορίᾳ προσανέχοντες Alciphr.1.4.1, ἔκ με γεωμορίης Ἐτεοκλέα πόντιος ἐλπὶς εἵλκυσεν AP l.c.
2 cosecha λιπαρὰν ... γεωμορίαν AP 6.258 (Adaeus).
Greek Monolingual
γεωμορία, η (Α) γεωμόρος
1. τμήμα γης
2. η γεωργία
3. η συγκομιδή
4. διανομή της γης.
Greek Monotonic
γεωμορία: ἡ (γῆ, μείρομαι),
I. μέρος της γης, αγρός.
II. = γεωργία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γεωμορία: ἡ1) землепашество Anth.;
2) жатва (λιπαρά Anth.).