γεωμορία

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωμορία Medium diacritics: γεωμορία Low diacritics: γεωμορία Capitals: ΓΕΩΜΟΡΙΑ
Transliteration A: geōmoría Transliteration B: geōmoria Transliteration C: geomoria Beta Code: gewmori/a

English (LSJ)

ἡ,
A portion of land, Nic.Al.10: pl., farms, cultivated lands, Opp.C.4.434.
II = γεωργία (tillage), Alciphr.1.4, AP7.532 (Isid.).
III harvest, λιπαρὰ γ. AP6.258 (Addaeus).
IV division of land, Nicom.Ar. 1.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): γεωμορίη Nic.Al.10, Opp.C.4.434, AP 7.532 (Isid.Aeg.)
I 1división de la tierra ἡ δὲ γεωμετρία πρὸς ... γεωμορίας Nicom.Ar.1.3.7.
2 porción de tierra γ. ἠπείρου Nic.l.c.
en plu. campos cultivados s. cont. Lyr.Adesp.414d.10S., ἐν δ' ἄρα τῇσι γεωμορίῃσιν ἐλαύνειν Opp.l.c.
II agr.
1 cultivo de la tierra, vida agrícola γεωμορίᾳ προσανέχοντες Alciphr.1.4.1, ἔκ με γεωμορίης Ἐτεοκλέα πόντιος ἐλπὶς εἵλκυσεν AP l.c.
2 cosecha λιπαρὰν ... γεωμορίαν AP 6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, das zugetheilte Land, Acker, πιοτάτη Nic. Al. 10; Opp. Cyn. 4, 434; λιπαρά Add. 1 (VI, 258), wo es »Ernte« erkl. wird.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 portion de terre;
2 culture de la terre.
Étymologie: γεωμόρος.

Russian (Dvoretsky)

γεωμορία:
1 землепашество Anth.;
2 жатва (λιπαρά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γεωμορία: ἡ, μέρος γῆς, ἀγρός, Ὀππ. Κ. 4. 430, Νικ. Ἀλ. 10, κτλ. ΙΙ. = γεωργία, Ἀλκίφρων 1. 4, Ἀνθ. II. 7. 532.

Greek Monolingual

γεωμορία, η (Α) γεωμόρος
1. τμήμα γης
2. η γεωργία
3. η συγκομιδή
4. διανομή της γης.

Greek Monotonic

γεωμορία: ἡ (γῆ, μείρομαι),
I. μέρος της γης, αγρός.
II. = γεωργία, σε Ανθ.

Middle Liddell

[γῆ, μείρομαι
I. a portion of land.
II. = γεωργία, Anth.