θεωρητός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεωρητός]], -ή, -όν (Α) [[θεωρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επίδηλος]], αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη [[κρίση]]<br /><b>3.</b> (για [[διάνοια]]) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει [[κάποιος]] με τη [[θεωρία]] («τὸν θεωρητὸν βίον»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρητῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρητό.
|mltxt=[[θεωρητός]], -ή, -όν (Α) [[θεωρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επίδηλος]], αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη [[κρίση]]<br /><b>3.</b> (για [[διάνοια]]) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει [[κάποιος]] με τη [[θεωρία]] («τὸν θεωρητὸν βίον»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρητῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρητό.
}}
{{elru
|elrutext='''θεωρητός:''' <b class="num">1)</b> наблюдаемый, видимый, заметный ([[μέρος]] [[ἔτι]] θ. Arst.; θ. καὶ [[ἀκουστός]] Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητός Medium diacritics: θεωρητός Low diacritics: θεωρητός Capitals: ΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: theōrētós Transliteration B: theōrētos Transliteration C: theoritos Beta Code: qewrhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be seen, D.S.14.60; ὄψει θ. Ael.NA9.4; θ. κατασκεύασμα Secund.Sent.1; of certain days in disease, to be watched (cf. ἐπίδηλος 11.1), Hp.Aph.2.24.    2 of the mind, to be reached by contemplation, τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. Ep.1p.10U.; θεοὺς λόγῳ θ. Id.Fr.355, cf. Phld.Sign.37; opp. ἐμφανής, Plu.2.722d; λόγῳ ib.876c. Adv. -τῶς Gal.18(1).363.

German (Pape)

[Seite 1205] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6˙ ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245˙ πρβλ. ἐπίδηλος. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, αὐτόθι 876C διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut observer, visible;
2 qu’on peut contempler, observer par l’intelligence.
Étymologie: θεωρέω.

Greek Monolingual

θεωρητός, -ή, -όν (Α) θεωρώ
1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς
2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση
3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία («τὸν θεωρητὸν βίον»).
επίρρ...
θεωρητῶς (Α)
κατά τρόπο θεωρητό.

Russian (Dvoretsky)

θεωρητός: 1) наблюдаемый, видимый, заметный (μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὶ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);
2) доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).