ὑπεκπρολύω: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπρολύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[λύνω]] από [[κάτω]], <i>ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης</i>, έλυσαν τα μουλάρια [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑπεκπρολύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[λύνω]] από [[κάτω]], <i>ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης</i>, έλυσαν τα μουλάρια [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπρολύω:''' отвязывать, выпрягать (ἡμιόνους ἀπήνης Hom.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπρολύω Medium diacritics: ὑπεκπρολύω Low diacritics: υπεκπρολύω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΛΥΩ
Transliteration A: hypekprolýō Transliteration B: hypekprolyō Transliteration C: ypekprolyo Beta Code: u(pekprolu/w

English (LSJ)

   A loose from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the carriage-yoke, unyoked and let them go to graze, Od.6.88.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λύω), darunter losmachen, abspannen, ἡμιόνους ἀπήνης Od. 6, 88, eigtl. unter dem Joche ablösen u. fortgehen lassen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπρολύω: λύω κάτωθέν τινος καὶ ἐξάγω, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, ἔλυσαν τὰς ἡμ. κάτωθεν τοῦ ζυγοῦ, ἀπέζευξαν αὐτὰς καὶ ἀφῆκαν εἰς νομήν, Ὀδ. Ζ. 88. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «ἡ μὲν ὑπὲκ τὴν ἀπόζευξιν δηλοῖ, ἡ δὲ πρὸ τὴν εἰς τοὔμπροσθεν ἔλασιν τῶν ἡμιόνων», κατὰ δὲ τὸν Εὐστ. σελ. 217, 20 «ἡ ὑπὸ τὴν κάτω σχέσιν, ἡ δὲ ἐξ τὴν ἐκτός, ἡ δὲ πρὸ τὴν ἔμπροσθεν ὑπαγορεύει».

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. ὑπεκπροέλυσαν;
dételer de, rég. ind. au gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προλύω.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπεκπροέλῦσαν, loosed from under the yoke (wagon), Od. 6.88†.

Greek Monolingual

Α
λύνω κάτι από κάτω και το βγάζω έξω («ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + πρό + λύω].

Greek Monotonic

ὑπεκπρολύω: μέλ. -λύσω, λύνω από κάτω, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, έλυσαν τα μουλάρια κάτω από τον ζυγό της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπρολύω: отвязывать, выпрягать (ἡμιόνους ἀπήνης Hom.).