βοτρύϊος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοτρύϊος:''' -α, -ον ([[βότρυς]]), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.
|lsmtext='''βοτρύϊος:''' -α, -ον ([[βότρυς]]), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτρύϊος:''' с гроздевидными плодами ([[φυτόν]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠϊος Medium diacritics: βοτρύϊος Low diacritics: βοτρύϊος Capitals: ΒΟΤΡΥΪΟΣ
Transliteration A: botrýïos Transliteration B: botruios Transliteration C: votryios Beta Code: botru/i+os

English (LSJ)

α, ον,

   A of grapes, φυτόν AP6.168 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 455] traubig, φυτόν, Weinstock, Paul. Sil. 44 (VI, 168), cod. Pal. βοτρύων.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρύϊος: -α, -ον, βοτρύϊνος, ἐκ βοτρύων, φυτὸν = ἄμπελος, Ἀνθ. Π. 6. 168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des grappes.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

-α, -ον lleno de uvas φυτά AP 6.168 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

βοτρύϊος, -α, -ον (Α) βότρυς
φρ. «βοτρυΐον φυτόν» — το κλήμα.

Greek Monotonic

βοτρύϊος: -α, -ον (βότρυς), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρύϊος: с гроздевидными плодами (φυτόν Anth.).