προσστρατοπεδεύω: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσστρατοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στρατοπεδεύω]] κοντά, <i>τόπῳ</i>, σε Πολύβ. | |lsmtext='''προσστρατοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στρατοπεδεύω]] κοντά, <i>τόπῳ</i>, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσστρατοπεδεύω:''' располагаться лагерем (τῇ πόλει Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A encamp near, [πόλει] Plb.1.42.8, al., cf. D.S. 14.17.
German (Pape)
[Seite 780] auch als dep. med., sich dabei lagern, τῇ πόλει, Pol. 1, 42, 8, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προσστρατοπεδεύω: στρατοπεδεύω πλησίον, τόπῳ Πολύβ. 1. 42, 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
venir camper près de, τινι.
Étymologie: πρός, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
Α
στρατοπεδεύω κοντά σε έναν τόπο («προσστρατοπεδεύω τῇ πόλει», Πολ.).
Greek Monotonic
προσστρατοπεδεύω: μέλ. -σω, στρατοπεδεύω κοντά, τόπῳ, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προσστρατοπεδεύω: располагаться лагерем (τῇ πόλει Polyb.).