ἀποσυνάγωγος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσυνάγωγος:''' -ον ([[συναγωγή]]), αυτός που έχει εκδιωχθεί από την εβραϊκή [[συναγωγή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀποσυνάγωγος:''' -ον ([[συναγωγή]]), αυτός που έχει εκδιωχθεί από την εβραϊκή [[συναγωγή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσυνάγωγος:''' отлученный от синагоги NT.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσυνάγωγος Medium diacritics: ἀποσυνάγωγος Low diacritics: αποσυνάγωγος Capitals: ΑΠΟΣΥΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: aposynágōgos Transliteration B: aposynagōgos Transliteration C: aposynagogos Beta Code: a)posuna/gwgos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον,

   A expelled from the synagogue, Ev.Jo.9.22, etc.

German (Pape)

[Seite 328] aus der Synagoge gestoßen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσυνάγωγος: -ον, ὁ ἀποβληθεὶς τῆς συναγωγῆς, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exclu de la synagogue.
Étymologie: ἀπό, συναγωγή.

Spanish (DGE)

-ον
1 excluido, expulsado de la sinagoga συνετέθειντο ... ἵνα ἐάν τις ... ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀ. γένηται Eu.Io.9.22, cf. Epiph.Const.Haer.69.81.
2 expulsado de la Iglesia, excomulgado αὐτὸν ... ὡς φονέα ἀδελφοῦ Const.App.2.43.1, cf. 4.8.3.

English (Strong)

from ἀπό and συναγωγή; excommunicated: (put) out of the synagogue(-s).

English (Thayer)

ἀποσυναγωγον (συναγωγή, which see), excluded from the sacred assemblies of the Israelites; excommunicated, (A. V. put out of the synagogue): Winer s (or Riehm) RWB under the word Bann; Wieseler on Romans , pp. 304-306; cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Excommunication). (Not found in secular authors.)

Greek Monolingual

(AM ἀποσυνάγωγος, -ον) συναγωγή
1. αυτός που έχει εκδιωχθεί από τη Συναγωγή
2. ο απόβλητος, ο αποκηρυγμένος.

Greek Monotonic

ἀποσυνάγωγος: -ον (συναγωγή), αυτός που έχει εκδιωχθεί από την εβραϊκή συναγωγή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀποσυνάγωγος: отлученный от синагоги NT.