ἐρεβώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(14)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) [[έρεβος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[σκοτεινός]] όπως το [[έρεβος]], ο [[κατασκότεινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο [[σκοτεινός]] στην [[ψυχή]], ο [[γεμάτος]] κακίες, ο [[μοχθηρός]].
|mltxt=-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) [[έρεβος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[σκοτεινός]] όπως το [[έρεβος]], ο [[κατασκότεινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο [[σκοτεινός]] στην [[ψυχή]], ο [[γεμάτος]] κακίες, ο [[μοχθηρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρεβώδης:''' мрачный как Эреб ([[θάλασσα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεβώδης Medium diacritics: ἐρεβώδης Low diacritics: ερεβώδης Capitals: ΕΡΕΒΩΔΗΣ
Transliteration A: erebṓdēs Transliteration B: erebōdēs Transliteration C: erevodis Beta Code: e)rebw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A dark as Erebos, θάλασσα Lyr.Adesp.132 (=Trag.Adesp.377), cf. Apollod.1.1.2, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.

German (Pape)

[Seite 1023] ες, erebusartig, dunkel, θάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεβώδης: -ες, σκοτεινὸς ὡς τὸ Ἔρεβος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 169C, 475F.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
ténébreux ou sombre comme l’Érèbe.
Étymologie: ἔρεβος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) έρεβος
αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος
νεοελλ.
μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός.

Russian (Dvoretsky)

ἐρεβώδης: мрачный как Эреб (θάλασσα Plut.).