κατασκαφής: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασκᾰφής:''' -ές, [[κατεσκαμμένος]], [[βαθιά]] σκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], [[πολύ]] [[βαθιά]] σκαμμένο [[οίκημα]], δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κατασκᾰφής:''' -ές, [[κατεσκαμμένος]], [[βαθιά]] σκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], [[πολύ]] [[βαθιά]] σκαμμένο [[οίκημα]], δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκᾰφής:''' вырытый (в земле), подземный: κ. [[οἴκησις]] Soph. подземная обитель, т. е. могила.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκᾰφής Medium diacritics: κατασκαφής Low diacritics: κατασκαφής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: kataskaphḗs Transliteration B: kataskaphēs Transliteration C: kataskafis Beta Code: kataskafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, ib.891.

German (Pape)

[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé dans la terre.
Étymologie: κατασκάπτω.

Greek Monolingual

κατασκαφής, -ές (Α)
ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ-σκαφής, νεο-σκαφής].

Greek Monotonic

κατασκᾰφής: -ές, κατεσκαμμένος, βαθιά σκαμμένος, κ. οἴκησις, πολύ βαθιά σκαμμένο οίκημα, δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατασκᾰφής: вырытый (в земле), подземный: κ. οἴκησις Soph. подземная обитель, т. е. могила.