καταθορυβέω: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] θόρυβο [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''καταθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] θόρυβο [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταθορῠβέω:''' смущать криками, заглушать шумом: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A shout down, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Pl.Prt.319c:—Act. in Numen. ap. Eus. PE14.6: also c. acc. cogn., τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κ. ibid.
German (Pape)
[Seite 1349] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch κατακράζω; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.
Greek (Liddell-Scott)
καταθορῠβέω: ἐγείρω θόρυβον ἐναντίον τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) καθόλου, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 troubler, interrompre par des cris ou du tumulte;
2 causer un grand trouble, troubler profondément.
Étymologie: κατά, θορυβέω.
Greek Monotonic
καταθορῠβέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω θόρυβο εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταθορῠβέω: смущать криками, заглушать шумом: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.