δίεδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίεδρος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίεδρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[κάθισμα]] για δύο ανθρώπους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει δύο έδρες, δύο ημιεπίπεδα, από την [[ίδια]] [[ευθεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά σε [[οιωνοσκοπία]]) αυτός που κάθεται ξεχωριστά, ο [[δυσμενής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίεδρον</i><br />[[τρίποδας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίεδρος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίεδρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[κάθισμα]] για δύο ανθρώπους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει δύο έδρες, δύο ημιεπίπεδα, από την [[ίδια]] [[ευθεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά σε [[οιωνοσκοπία]]) αυτός που κάθεται ξεχωριστά, ο [[δυσμενής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίεδρον</i><br />[[τρίποδας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίεδρος:''' досл. сидящий врозь, перен. знаменующий вражду (в птицегадании - о птицах) Arph.
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίεδρος Medium diacritics: δίεδρος Low diacritics: δίεδρος Capitals: ΔΙΕΔΡΟΣ
Transliteration A: díedros Transliteration B: diedros Transliteration C: diedros Beta Code: di/edros

English (LSJ)

ον, (ἕδρα)

   A sitting apart, opp. σύνεδρος, Arist.HA608b28.    2 = διαφανής, Hsch.    II δίεδρον, τό, tripod-stand, Callix. 2.    2 chaise-longue, Antyll. ap. Orib.10.37.5, Erot. (pl.), Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν.

German (Pape)

[Seite 617] aus einander sitzend, feindlich, Ggstz σύνεδρος, s. διεδρία, Arist. a. a. Q.; – ὁ δίεδρος, = διέδριον, Ath. V, 197 b.

Greek (Liddell-Scott)

δίεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ χωριστὰ καθήμενος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύνεδρος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 10· πρβλ. διεδρία. ΙΙ. δίεδρος, ὁ, = διέδριον, Ἀθήν. 197Β.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se coloca apartede los animales, interpretado como signo de discordia, Arist.HA 608b28.
2 diáfano, translúcido Hp. en Gal.19.92 (prob. var. antigua de δίϋδρος q.u.), Hsch. (quizá error por δίαιθρος q.u.).
II subst.
1 ὁ δ. base, pedestal, soporte doble δίεδρος ἀνεπίγραφος Didyma 467.12 (II a.C.), para una mesita, Callix.2 (p.167.21).
2 τὸ δ. asiento doble prob. un tipo de diván o asiento alargado ἐπὶ δ. τι οὗ ἐτύγχανον καθήμενοι PUG 107.5 (III a.C.), στρωμάτιον, ὥστε τῷ μήκει ἐπὶ δ. PCair.Zen.241.3, cf. 13.35, PSI 858.58 (en vol. IX, p.X) (todos III a.C.), δίεδρα λέγεται τὰ ἐφ' οἷς καθήμεθα Erot.37.12, para uso médico, Herod.Med. en Orib.10.37.5, τὴν λεγομένην κλινίδα, ἥ ἐστιν ὁμοία διέδρῳ Sud.s.u. ζεῦγος ἡμιονικόν.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίεδρος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το δίεδρο(ν)
κάθισμα για δύο ανθρώπους
νεοελλ.
αυτός που έχει δύο έδρες, δύο ημιεπίπεδα, από την ίδια ευθεία
αρχ.
1. (για πουλιά σε οιωνοσκοπία) αυτός που κάθεται ξεχωριστά, ο δυσμενής
2. το ουδ. ως ουσ. το δίεδρον
τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -εδρος < έδρα].

Russian (Dvoretsky)

δίεδρος: досл. сидящий врозь, перен. знаменующий вражду (в птицегадании - о птицах) Arph.