γυπώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυπώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με γύπα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] γαμψή σαν του γύπα.
|mltxt=[[γυπώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με γύπα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] γαμψή σαν του γύπα.
}}
{{elru
|elrutext='''γῡπώδης:''' похожий на коршуна Arst.
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡπώδης Medium diacritics: γυπώδης Low diacritics: γυπώδης Capitals: ΓΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: gypṓdēs Transliteration B: gypōdēs Transliteration C: gypodis Beta Code: gupw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = γυποειδής, hooknosed, Arist.Phgn.808b7.

Greek (Liddell-Scott)

γῡπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γῦπα, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 16.

Spanish (DGE)

-ες

• Alolema(s): γυποει- Porph.Fig.10
semejante al buitre, que tiene nariz de buitre o ganchuda Arist.Phgn.808b7
τὸ γ. subst. la forma de buitre αὐτῆς de una estatua, Porph.l.c.

Greek Monolingual

γυπώδης, -ες (Α)
1. αυτός που μοιάζει με γύπα
2. αυτός που έχει μύτη γαμψή σαν του γύπα.

Russian (Dvoretsky)

γῡπώδης: похожий на коршуна Arst.