νεήκης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(26)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεήκης]], δωρ. τ. [[νεάκης]], -ες (Α)<br />αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, [[κοφτερός]], νεοακονισμένος, [[οξύς]] («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκή</i> «[[αιχμή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αμφ</i>-<i>ήκης</i>, <i>ευ</i>-<i>ήκης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -<i>άκης</i>) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[νεήκης]], δωρ. τ. [[νεάκης]], -ες (Α)<br />αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, [[κοφτερός]], νεοακονισμένος, [[οξύς]] («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκή</i> «[[αιχμή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αμφ</i>-<i>ήκης</i>, <i>ευ</i>-<i>ήκης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -<i>άκης</i>) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{elru
|elrutext='''νεήκης:''' и [[νεηκής]] 2 только что наточенный ([[πέλεκυς]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήκης Medium diacritics: νεήκης Low diacritics: νεήκης Capitals: ΝΕΗΚΗΣ
Transliteration A: neḗkēs Transliteration B: neēkēs Transliteration C: neikis Beta Code: neh/khs

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.82), Dor. νεάκης Hsch. (-κίς cod.), ες: (ἀκή A):—

   A newly whetted or sharpened, Il.13.391.

German (Pape)

[Seite 236] ες, neu, eben erst gespitzt, geschärft; πελέκεσσι νεήκεσι, Il. 13, 391. 16, 484; vgl. νεακής; νεηκής ist falsche Aceentuation, s. Spitzner zu Il. 7, 77.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
nouvellement ou fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκή.
Par. νεακόνητος.

Greek Monolingual

νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, -ες (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ-ήκης, ευ-ήκης. Το -η- του τ. (αντί -άκης) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

νεήκης: и νεηκής 2 только что наточенный (πέλεκυς Hom.).