νυμφαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυμφᾰγωγός:''' -όν, ὁ, αυτός που συνοδεύει, που οδηγεί τη [[νύφη]] από το [[σπίτι]] της στο [[σπίτι]] του γαμπρού, σε Ευρ.
|lsmtext='''νυμφᾰγωγός:''' -όν, ὁ, αυτός που συνοδεύει, που οδηγεί τη [[νύφη]] από το [[σπίτι]] της στο [[σπίτι]] του γαμπρού, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφᾰγωγός:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> провожающий невесту Eur., преимущ. в дом жениха Luc.;<br /><b class="num">2)</b> устроитель брака, сват Plut.
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφᾰγωγός Medium diacritics: νυμφαγωγός Low diacritics: νυμφαγωγός Capitals: ΝΥΜΦΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: nymphagōgós Transliteration B: nymphagōgos Transliteration C: nymfagogos Beta Code: numfagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A leader of the bride, E.IA610 ; esp. one who leads her from her home to the bridegroom's house, Luc.DDeor.20.16 ; esp. in case of a second marriage, Poll.3.41, Eust.652.45 : metaph., of the Argo, as bearing Medea, ν. τρόπιν Lyc.1025.    2 generally, friend, LXXGe.21.22,Jd.14.20.    II one who negotiates a marriage for another, Plu.2.329f. Cf. νυμφευτής.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾰγωγός: -όν, ὁ νυμφαγωγῶν, ὁ ἄγων τὴν νύμφην, Εὐρ. Ι. Α. 610˙ ἰδίως ὁ ἄγων αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου της εἰς τὸν τοῦ νυμφίου, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16˙ μάλιστα ἐπὶ β΄γάμου, Εὐστ. 652. 45, Πολυδ. Γ΄, 41. ΙΙ. ὁ διαπραγματευόμενος γάμον ὑπὲρ ἑτέρου, «προξενητής», Πλούτ. 2. 329Ε. Πρβλ. νυμφευτής.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit la fiancée à son époux.
Étymologie: νύμφη, ἄγω.

Greek Monolingual

νυμφαγωγός, -όν (ΑΜ)
αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό σπίτι στο σπίτι ή στην πατρίδα του γαμπρού
αρχ.
1. αυτός που φέρνει τη νύφη
2. αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, προξενητής
3. παράνυμφος, κουμπάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + ἀγωγός.

Greek Monotonic

νυμφᾰγωγός: -όν, ὁ, αυτός που συνοδεύει, που οδηγεί τη νύφη από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυμφᾰγωγός: ὁ и ἡ
1) провожающий невесту Eur., преимущ. в дом жениха Luc.;
2) устроитель брака, сват Plut.