ἀχλύω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχλύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤχλῡσα</i>, είμαι ή [[γίνομαι]] [[σκοτεινός]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀχλύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤχλῡσα</i>, είμαι ή [[γίνομαι]] [[σκοτεινός]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχλύω:''' темнеть, туманиться (ἤχλυσε [[πόντος]] Hom.; ἤχλυσε ἀντέλλουσα [[μήνη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 ἤχλῡσα,
A to be or grow dark, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆς (sc. νεφέλης) Od.12.406; ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσαν A.R.3.963. II trans., darken, Q.S.1.598, Nonn.D.4.368, Pancrat.Oxy. 1085.12.
German (Pape)
[Seite 418] 1) dunkel werden, πόντος ὑπὸ νεφέλης, Od. 12, 406. 14, 304; μήνη ἤχλυσε Crinag. 38 (VII, 633). – 2) verdunkeln, ὄμματα Ap. Rh. 3, 962 u. a. Sp., wie Qu. Sm. 1, 598; aor. pass., ἠχλύνθη γαῖα 2, 550.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχλύω: (πρβλ. ἐπ-), ἀόρ. α΄ ἤχλυσα: - εἶμαι ἤ γίνομαι ἀχλυώδης, σκοτεινός, Ὀδ. Μ. 406., Ξ. 304. ΙΙ. μεταβ., ποιῶ τι σκοτεινόν, ζοφῶδες, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 963, Κόϊντ. Σμ. 1. 598· ἐντεῦθεν παθ. ἀόρ., ἠχλύνθην Κόϊντ. Σμ. 2. 550.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. ἤχλυσα;
devenir sombre, s’obscurcir.
Étymologie: ἀχλύς.
English (Autenrieth)
only aor., ἤχλῦσε, grew dark, Od. 12.406. (Od.)
Spanish (DGE)
1 intr. oscurecerse ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆς Od.12.406, 14.304, ἠέρος ἀχλύσαντος Call.Fr.319, ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσαν A.R.3.963, ἀστεροπὴ δ' ἤχλυσε Nonn.D.1.303.
2 tr. oscurecer, envolver de oscuridad κονίη ὡ[ς ν] έφ[ος] ἱσταμένη φ[άος ἤ] χλυεν ἠελίοιο Pancrat.2.12, cf. Q.S.11.248, Corp.Herm.Fr.24.14, ἤχλυσε μεμυκότος ὄμματος αἴγλην Nonn.D.4.380, cf. Q.S.1.598.
Greek Monolingual
ἀχλύω (Α), ἀχλυῶ (-όω) (Μ)
σκοτεινιάζω, μαυρίζω κάτι
αρχ.
γίνομαι σκοτεινός.
Greek Monotonic
ἀχλύω: αόρ. αʹ ἤχλῡσα, είμαι ή γίνομαι σκοτεινός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχλύω: темнеть, туманиться (ἤχλυσε πόντος Hom.; ἤχλυσε ἀντέλλουσα μήνη Anth.).