ὀρθιάδε: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθιάδε:''' ([[ὄρθιος]]), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὀρθιάδε:''' ([[ὄρθιος]]), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθιάδε:''' adv. вверх, на горы, на кручи (βαίνειν Xen.).
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθιάδε Medium diacritics: ὀρθιάδε Low diacritics: ορθιάδε Capitals: ΟΡΘΙΑΔΕ
Transliteration A: orthiáde Transliteration B: orthiade Transliteration C: orthiade Beta Code: o)rqia/de

English (LSJ)

Adv., (ὄρθιος)

   A uphill, X.Lac.2.3.

German (Pape)

[Seite 373] u. ὀρθιάζε, gradauf, bergauf, Xen. Lac. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθιάδε: Ἐπίρρ. (ὄρθιος), πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Λακεδ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers les hauteurs, en haut avec mouv.
Étymologie: ὄρθιος, -δε.

Greek Monolingual

ὀρθιάδε (Α)
επίρρ. προς τα πάνω, προς τον ανήφορο, ανηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ενθά-δε)].

Greek Monotonic

ὀρθιάδε: (ὄρθιος), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθιάδε: adv. вверх, на горы, на кручи (βαίνειν Xen.).