ἕλκωσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕλκωσις:''' -εως, ἡ ([[ἑλκόω]]), [[σχηματισμός]] έλκους, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἕλκωσις:''' -εως, ἡ ([[ἑλκόω]]), [[σχηματισμός]] έλκους, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕλκωσις:''' εως ἡ изъязвление, нагноение Thuc., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλκωσις Medium diacritics: ἕλκωσις Low diacritics: έλκωσις Capitals: ΕΛΚΩΣΙΣ
Transliteration A: hélkōsis Transliteration B: helkōsis Transliteration C: elkosis Beta Code: e(/lkwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ulceration, Hp.Aph.3.21, Th.2.49, Ph.2.1co; of plants, Thphr.CP1.14.2,al.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Verwunden, die Eiterung; ἑλκώσεως ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης Thuc. 2, 49; Medic. – Auch von Bäumen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς ἕλκους, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Θουκ. 2. 49.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ulcération.
Étymologie: ἑλκόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [gen. -ιος Aret.CD 2.3.1; plu. nom. -ιες Hp.Aph.3.21]
1 medic. ulceración ἑλκώσεως αὐτῇ (τῇ κοιλίᾳ) ἰσχυρὰς ἐγγιγνομένης Th.2.49, ἕ. δὲ καὶ κυήσεως ἀρχή ref. al desgarro del himen, Plu.2.769e, ἕνεκεν ... τῶν πυρωδῶν ἑλκώσεων Ptol.Tetr.3.13.15, gener. c. gen. o constr. prep. στομάτων ἑλκώσιες Hp.l.c., Gal.17(2).620, cf. Gp.12.17.12, τῶν νεφρῶν ἢ τῆς κύστιος ἕ. Hp.Aph.4.75, cf. Gal.8.4, 17(2).777, Aret.l.c., Steph.in Hp.Progn.262.16, κατὰ τῆς δορᾶς ἁπάσης ἕ. Ph.2.100, πρὸς τὰς ἐν ὑστέρᾳ ἑλκώσεις Dsc.1.45.2, cf. 77.3, φθίσις ἐστὶ κυρίως ἕ. τοῦ πνεύμονος Aët.8.75, cf. 49.
2 bot. incisión, corte, herida en la poda de árboles εἰς βάθος ἡ τρῶσις καὶ ἕ. Thphr.HP 4.16.1, en la poda de una viña ἐκ τῆς ἑλκώσεως τῆς περὶ τὴν τομήν Thphr.CP 5.12.8, cf. 1.14.2.

Greek Monotonic

ἕλκωσις: -εως, ἡ (ἑλκόω), σχηματισμός έλκους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἕλκωσις: εως ἡ изъязвление, нагноение Thuc., Arst., Plut.