πανταχόσε: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παντᾰχόσε:''' ([[πᾶς]]), επίρρ. = το επόμ., σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''παντᾰχόσε:''' ([[πᾶς]]), επίρρ. = το επόμ., σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντᾰχόσε:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> Thuc., Plat. = [[πανταχοῖ]];<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[πανταχοῦ]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., = foreg., Th.7.42, Pl.R.540a, etc.; incorrectly for
A πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Plu.Agis14.
German (Pape)
[Seite 463] = πανταχοῖ, Plat. Rep. VII, 539 e u. öfter, u. Sp., wie Plut. Agis 14.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχόσε: Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., Θουκ. 7. 42, Πλάτ. Πολ. 539Ε, κτλ.· ἡμαρτημένως ἀντὶ πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Πλουτ. Ἆγις 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de tous côtés, partout avec mouv.
2 irrég. c. πανταχοῦ.
Étymologie: πᾶς, -αχόσε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πολλαχόσε), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
παντᾰχόσε: (πᾶς), επίρρ. = το επόμ., σε Θουκ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχόσε: adv.
1) Thuc., Plat. = πανταχοῖ;
2) Plut. = πανταχοῦ I.