συναιωρέομαι: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναιωρέομαι:''' Παθ., [[αιωρούμαι]], [[παραμένω]] αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ. | |lsmtext='''συναιωρέομαι:''' Παθ., [[αιωρούμαι]], [[παραμένω]] αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd.112b, cf. Plu.2.564d.
Greek (Liddell-Scott)
συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l’esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.
Greek Monotonic
συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.