σταφυλίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾰφῠλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[σταφυλή]], [[τσαμπί]] σταφύλια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''στᾰφῠλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[σταφυλή]], [[τσαμπί]] σταφύλια, σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σταφυλίς -ίδος, ἡ [σταφυλή] druif.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφυλίς Medium diacritics: σταφυλίς Low diacritics: σταφυλίς Capitals: ΣΤΑΦΥΛΙΣ
Transliteration A: staphylís Transliteration B: staphylis Transliteration C: stafylis Beta Code: stafuli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A bunch of grapes, Theoc.27.9.    II swollen uvula, Hp.Morb.2.29 vulg. ( Littré with good Mss.); gloss on γαργαρεών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 931] ίδος, ἡ, wie σταφυλή, die Traube, Theocr. 27, 9, eigtl. dimin.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ σταφυλή, βότρυς, «σταφύλι», Θεόκρ. 27. 9. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ στόματι σταφυλὴ ἐξῳδηκυῖα, ὁ σταφυλίτης πρησμένος, Ἱππ. 471. 4, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 petite grappe de raisin;
2 petite tumeur sur la luette.
Étymologie: σταφυλή.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. σταφύλι
2. ιατρ. εξογκωμένη σταφυλή, κιονίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) «γαργαρεών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα -ίς, -ίδος].

Greek Monotonic

στᾰφῠλίς: -ίδος, ἡ, = σταφυλή, τσαμπί σταφύλια, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλίς -ίδος, ἡ [σταφυλή] druif.