κυνοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ.
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοπρόσωπος Medium diacritics: κυνοπρόσωπος Low diacritics: κυνοπρόσωπος Capitals: ΚΥΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kynoprósōpos Transliteration B: kynoprosōpos Transliteration C: kynoprosopos Beta Code: kunopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.

Spanish

de rostro de perro

Greek Monolingual

κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.

Greek Monotonic

κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.