προσκύνησις: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκύνησις:''' ἡ, [[λατρεία]], [[προσκύνημα]], [[υπόκλιση]], σε Αριστ., Πλούτ. | |lsmtext='''προσκύνησις:''' ἡ, [[λατρεία]], [[προσκύνημα]], [[υπόκλιση]], σε Αριστ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσκύνησις -εως, ἡ [προσκυνέω] eerbetoon. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A adoration, obeisance, Pl.Lg.887e (pl.); τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις Arist.Rh.1361a36, cf. Phld.Piet.69 (pl.), Plu.Alex.54, Arr.An.4.11.8; π. καὶ ἀσπασμός (in a petitioner's letter) PFlor.296.57 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 771] ἡ, das Verehren, Anbeten; Plat. Legg. X, 887 e; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύνησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 887Ε· τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις καὶ ἐκστάσεις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9, πρβλ. πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 54.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prosternation, adoration.
Étymologie: προσκυνέω.
Greek Monotonic
προσκύνησις: ἡ, λατρεία, προσκύνημα, υπόκλιση, σε Αριστ., Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσκύνησις -εως, ἡ [προσκυνέω] eerbetoon.