προερέσσω: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προερέσσω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρεσα</i>, Επικ. <i>-έρεσσα</i>, [[κωπηλατώ]] από [[πριν]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''προερέσσω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρεσα</i>, Επικ. <i>-έρεσσα</i>, [[κωπηλατώ]] από [[πριν]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προερέσσω Ion. voor προερέττω. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A row forwards, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (sc. τὴν ναῦν) Od. 13.279, cf. Ael.NA13.19.
German (Pape)
[Seite 721] vorwärts od. weiter rudern, ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279. S. προερύω.
Greek (Liddell-Scott)
προερέσσω: διὰ κωπηλασίας φέρω τὸ πλοῖον εἴς τι μέρος, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (ἐξυπακ. τὴν ναῦν) Ὀδ. Ν. 279· πρβλ. προερύω 2.
French (Bailly abrégé)
1 intr. ramer en avant;
2 tr. faire avancer à force de rames, acc..
Étymologie: πρό, ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
1. φέρνω το πλοίο σε ένα μέρος με τα κουπιά
2. οδηγώ το πλοίο προς τα μπρος με τα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐρέσσω «κωπηλατώ»].
Greek Monotonic
προερέσσω: αόρ. βʹ -ήρεσα, Επικ. -έρεσσα, κωπηλατώ από πριν, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προερέσσω Ion. voor προερέττω.